Το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στα μη διασυνδεδεμένα με το κεντρικό δίκτυο νησιά της χώρας μας δρομολογεί η ΡΑΕ. Σε αυτό το πλαίσιο, η ΡΑΕ έχει ως στόχο τη θέσπιση των βασικών κανόνων λειτουργίας και διαχείρισης μικρών απομονωμένων ηλεκτρικών συστημάτων, όπως είναι τααυτόνομα ηλεκτρικά συστήματα των νησιών, τα οποία παρουσιάζουν πλήθος ιδιαιτεροτήτων σε σχέση με τα διασυνδεδεμένα ηλεκτρικά συστήματα, αλλά και με άλλα νησιωτικά συστήματα παγκοσμίως.
Το άνοιγμα της αγοράς των νησιών θα γίνει με κριτήριο τηνισότιμη μεταχείριση προμηθευτών/παραγωγών, ώστε να δημιουργηθεί το μέγιστο δυνατό όφελος για τον καταναλωτή, όχι μόνο των νησιών.
Κι αυτό διότι τα ελλείμματα από τη χρήση πετρελαίου και μαζούτ στους σταθμούς της ΔΕΗ που καλύπτουν τις ανάγκες των νησιών (η διαφορά ανάμεσα στο κόστος του καυσίμου και τις εισπράξεις από τους καταναλωτές) ουσιαστικά μετακυλύονται στους καταναλωτές του διασυνδεδεμένου συστήματος μέσω των χρεώσεων για Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) και ανέρχονται σε 600 εκατ. Ευρώ ετησίως.
Παράλληλα, το άνοιγμα της αγοράς αποσκοπεί σε διασφάλιση της απρόσκοπτης ηλεκτροδότησης των τοπικών καταναλωτών σε μακροχρόνια βάση, τη μεγιστοποίηση της διείσδυσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και της Συμπαραγωγής (ΣΗΘΥΑ) και τη δημιουργία των βέλτιστων δυνατών συνθηκών ένταξης των σταθμών, από πλευράς τεχνικής δυνατότητας και διαχείρισης, τόσο για τις ήδη χρησιμοποιούμενες τεχνολογίες ΑΠΕ (αιολικά, φωτοβολταϊκά), όσο και για νέες (υβριδικά, ηλιοθερμικά, κ.λπ.).
Δεδομένου ότι δεν υφίστανται, παγκοσμίως, παρόμοιοι Κώδικες για τη ρύθμιση αντίστοιχων ηλεκτρικών συστημάτων και αγορών, η κατάρτιση του Κώδικα ΜΔΝ από τη ΡΑΕ παρουσίασε αυξημένο βαθμό δυσκολίας, καθώς όφειλε να διαμορφώσει και να ενσωματώσει κανόνες για τις ακόλουθες σημαντικές ιδιαιτερότητες: α) Την ανάγκη πλήρους εφαρμογής των κανόνων των Ευρωπαϊκών Οδηγιών για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας σε πολλά, μικρά και διαφορετικού μεγέθους, νησιωτικά συστήματα (32 ηλεκτρικά συστήματα, με αιχμή ζήτησης από μερικές εκατοντάδες kW έως και αρκετές εκατοντάδες MW).
β) Τη σημαντική διείσδυση των ΑΠΕ στα νησιωτικά αυτά συστήματα, τόσο από τεχνολογίες μη ελεγχόμενης παραγωγής (π.χ. αιολικά και φωτοβολταϊκά, των οποίων η συμμετοχή στο ενεργειακό ισοζύγιο ορισμένων νησιών ήδη υπερβαίνει το 20%), όσο και από τεχνολογίες ελεγχόμενης παραγωγής που αναμένεται να αναπτυχθούν στα νησιά (ηλιοθερμικά, κ.α.).
γ) Την ανάγκη ενσωμάτωσης του ειδικού πλαισίου που ισχύει για τους υβριδικούς και τους ηλιοθερμικούς σταθμούς.
δ) Τη μη δυνατότητα εφαρμογής των καθιερωμένων κανόνων λειτουργίας μιας ανεπτυγμένης ηλεκτρικής αγοράς, λόγω του εξαιρετικά περιορισμένου αριθμού παραγωγών που συμμετέχουν στη διαμόρφωση τιμών στα ΜΔΝ (σήμερα, μοναδικός παραγωγός από συμβατικές μονάδες στα ΜΔΝ είναι η ΔΕΗ Α.Ε., χωρίς να αναμένεται σημαντική δραστηριοποίηση νέων παραγωγών από συμβατικές μονάδες, ενώ παράλληλα ισχύει και το καθεστώς των εγγυημένων τιμών αγοράς / feed-in tariff για τις μονάδες ΑΠΕ/ΣΗΘΥΑ).
ε) Τη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς μέσω της παροχής Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) και την ανάγκη συγκράτησης του συνολικού κόστους παραγωγής, που επιβαρύνει σήμερα τους καταναλωτές της επικράτειας με το ποσό των 600 εκ. € περίπου ετησίως (ΥΚΩ για ΜΔΝ), καθώς και την ανάγκη και υποχρέωση επαρκούς τεκμηρίωσης του ετήσιου αυτού κόστους.
στ) Την ανάγκη σχεδιασμού, από μηδενική βάση, ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης, εποπτείας και ελέγχου των τοπικών Συστημάτων ΜΔΝ και της αγοράς των ΜΔΝ, καθώς και τη δυσκολία εφαρμογής των σχετικών ρυθμίσεων, λόγω των βασικών ελλείψεων σε υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό.
ζ) Την ανάγκη απλοποίησης των διαδικασιών, όπου αυτό είναι αναγκαίο, χωρίς να επέρχεται μείωση του οφέλους για τους τελικούς καταναλωτές ή/και τους συμμετέχοντες στην αγορά των ΜΔΝ (π.χ. απλοποίηση του προγραμματισμού της παραγωγής και κατανομής σε μικρά Συστήματα ΜΔΝ, ειδικές προβλέψεις για νησιά για τα οποία έχει χορηγηθεί παρέκκλιση από διατάξεις της Οδηγίας, κ.λπ.).
η) Άλλες τοπικές ιδιαιτερότητες, όπως είναι η ανάγκη ύπαρξης σημαντικής εφεδρείας ισχύος, οι μεγάλες εποχικές αυξομειώσεις της ζήτησης, και ο χαμηλός Συντελεστής Φορτίου (λόγω κυρίως της έντονης τουριστικής περιόδου).
01 Φεβρουάριος 2013
πηγή econews